Κυριακή 9 Ιουλίου 2017

Βίτους Μπέρινγκ: Οι Ρώσοι ανακαλύπτουν την Αλάσκα

   Στις αρχές του 18ου αιώνα, καθώς οι ναυτικές δυνάμεις της δυτικής Ευρώπης διέσχιζαν όλο και περισσότερο τον Ατλαντικό Ωκεανό για να αποικίσουν την Βόρεια Αμερική, ο Τσάρος της Ρωσίας Πέτρος ο Πρώτος, αποφασίζει να στείλει μια ναυτική αποστολή από την Ρωσική Άπω Ανατολή και να πλεύσει ανατολικά για να εξερευνήσει αν η Σιβηρία συνδέεται με την Αμερική ή αν τις χωρίζει θάλασσα που αυτό θα σήμαινε πως τα Ρωσικά πλοία θα είχαν πρόσβαση από την Ευρωπαϊκή Ρωσία προς την Ινδία. Για τον ίδιο λόγο είχε πλεύσει το 1648 ο Σεμιόν Ντέσνιεβ ο οποίος ανακάλυψε πρώτος τον Βερίγγειο Πορθμό, αλλά οι αναφορές του έμειναν απαρατήρητες μέχρι το 1736.  Η αποστολή αυτή έμεινε γνωστή ως η Πρώτη Εκστρατεία της Καμτσάτκα και με εντολή του Τσάρου Πέτρου του Πρώτου, ηγέτης της ορίστηκε ο Δανικής καταγωγής θαλασσοπόρος, Βίτους Μπέρινγκ. 

   Ο Μπέρινγκ, γεννήθηκε το 1681 στο Χόρσενς της Δανίας. Από την ηλικία των δεκαπέντε ετών, εντάχθηκε στον στόλο της Ολλανδικής Εταιρίας των Ανατολικών Ινδιών συμμετέχοντας σε αρκετά ταξίδια προς τις Ολλανδικές αποικίες του Ινδικού Ωκεανού αποφοιτώντας παράλληλα την Ναυτική Σχολή Αξιωματικών του Άμστερνταμ. Το 1704, εντάχθηκε στο εξελισσόμενο Ρωσικό Ναυτικό καταφέρνοντας το 1720, να αναχθεί στον βαθμό του Υποπλοιάρχου. Μετά την λήξη του Μεγάλου Βόρειου Πολέμου το 1721 και την νίκη των Ρώσων κατά των Σουηδών, σε αντίθεση με πολλούς ομόβαθμους του που συμμετείχαν στις πολεμικές επιχειρήσεις, ο Μπέρινγκ δεν προάχθηκε στον βαθμό του Πλοιάρχου. Απογοητευμένος, το 1724 αποσύρθηκε από το Ρωσικό Ναυτικό και μετακόμισε με την σύζυγο του από την Αγία Πετρούπολη στο Βίμποργκ της Δανίας. Αναζητώντας μια θέση σε κάποιο στόλο, ο Μπέρινγκ έστειλε αίτηση και στο Ρωσικό Ναυτικό ζητώντας να επιστρέψει ως Πλοίαρχος. Η αίτηση του έγινε δεχτή. Η μακρά εμπειρία του στον Ινδικό Ωκεανό και οι ναυτικές του ικανότητες, οδήγησαν τον ίδιο τον Τσάρο να τον επιλέξει για να ηγηθεί της Πρώτης Εκστρατείας της Καμτσάτκα. 


   Ο Μπέρινγκ, μαζί με τον επίσης Δανικής καταγωγής Μάρτιν Σπανμπεργκ και τον Ρώσο Αλεξέι Τσιρίκοβ, διέσχισαν με άλογα την Ρωσική επικράτεια φτάνοντας μέχρι το λιμάνι του Οχότσκ όπου ναυπήγησαν τα εικοσάμετρα πλοία Φορτούνα και Βοστόκ. Με τα δύο αυτά πλοία, έφτασαν στην Χερσόνησο Καμτσάτκα, στην περιοχή που σήμερα βρίσκεται το λιμάνι του Πετροπαβλόσκ, όπου ναυπήγησαν ένα ακόμα πλοίο, το Αρχάγγελος Γαβριήλ το οποίο έγινε ναυαρχίδα της αποστολής. Στις 13 Ιουλίου του 1728, τα τρία πλοία απέπλευσαν από την Καμτσάτκα πλέοντας προς βορειοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος των Σιβηρικών ακτών. Στις 8 Αυγούστου, ο Μπέρινγκ έφτασε στο Ακρωτήριο Τσουκότσκι. Από τους ιθαγενείς, έμαθε για ένα νησί που βρίσκεται ανατολικά των ακτών. Πλέοντας για δύο μέρες νοτιοανατολικά των ακτών, στις 10 Αυγούστου, ανακάλυψε το νησί το οποίο ο ίδιος ονόμασε Άγιος Λαυρέντιος (Σεν Λορένς) λόγω του ότι εκείνη την ημέρα ήταν η γιορτή του Αγίου Λαυρεντίου. Οι Ρώσοι, μόλις είχαν γίνει οι πρώτοι ευρωπαίοι που έφτασαν σε έδαφος της Αλάσκα. Από εκεί, ο Μπέρινγκ επέστρεψε προς τις Σιβηρικές ακτές, συνεχίζοντας να πλέει προς βόρεια κατεύθυνση, μέχρι που στις 13 Αυγούστου του 1728, ανακάλυψε πως η ακτογραμμή, πλέον συνέχιζε προς την δύση. Ο Μπέρινγκ μόλις είχε περάσει τον πορθμό που σήμερα φέρει το όνομα του (Βερίγγειος) ανακαλύπτοντας έτσι πως η Ασία και η Αμερική δεν συνδέονται. Έπλευσε για τρεις μέρες δυτικά, αλλά οι πάγοι που συνάντησε τον ανάγκασαν να επιστρέψει πίσω, χωρίς να εντοπίσει - προφανώς λόγο απόστασης και μη ευνοϊκής ορατότητας - τις απέναντι ακτές της Αλάσκα. Στις 2 Σεπτεμβρίου τα πλοία επέστρεψαν στην Καμτσάτκα. Ο Μπέρινγκ, πριν επιστρέψει στην Αγία Πετρούπολη τον Φεβρουάριο του 1730 για να αναφέρει τις ανακαλύψεις του και να τιμηθεί από τον Τσάρο, πραγματοποίησε και έναν ακόμα πλου πλέοντας για τέσσερις μέρες ανατολικά από την Καμτσάτκα για να δει αν υπάρχουν Αμερικανικές ακτές, χωρίς φυσικά να βρει τίποτα. 

   Το 1730, χρίζεται Αυτοκράτειρα της Ρωσίας η Άννα η οποία συνεχίζοντας την εξερευνητική πολιτική του Πέτρου του Πρώτου, έδωσε εντολή να οργανωθεί η Δεύτερη Εκστρατεία της Καμτσάτκα (Μεγάλη Βόρεια Εξερεύνηση όπως είναι επίσης γνωστή) με σκοπό την εξερεύνηση και χαρτογράφηση των Αρκτικών περιοχών της Σιβηρίας που συνετέλεσε στην περαιτέρω εξάπλωση των Ρώσων στην Σιβηρία. Η Δεύτερη Εκστρατεία, ξεκίνησε το 1733. Στο πλαίσιο της Εκστρατείας, ο Μπέρινγκ απέπλευσε από την Καμτσάτκα στις 4 Ιουνίου του 1741 με το πλοίο Άγιος Πέτρος συνοδευόμενο από το πλοίο Άγιος Παύλος στο οποίο Πλοίαρχος ήταν ο Αλεξέι Τσιρίκοβ. (από τα δύο αυτά πλοία πήρε το όνομα του το λιμάνι που αναχώρησε η αποστολή, Πετροπαβλόσκ). Τα δύο πλοία έπλευσαν ανατολικά με σκοπό να φτάσουν στις ακτές της Αμερικής αλλά εξ’ αιτίας μιας καταιγίδας, στις 20 Ιουνίου έχασαν την μεταξύ τους επαφή  και συνέχισαν ξεχωριστά το ταξίδι τους. Έναν μήνα αργότερα, στις 20 Αυγούστου, ο Μπέρινγκ έφτασε στον Κόλπο της Αλάσκας. Οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες που συνάντησε τον ανάγκασαν να πλεύσει δυτικά - προς την Ρωσία - ανακαλύπτοντας μέρος των Αλεούτιων Νήσων. 

   Κατά την διάρκεια της δύσκολης επιστροφής, λόγω των καιρικών συνθηκών και της έλλειψη τροφής, το πλήρωμα άρχισε να εξαντλείται και να προσβάλλεται από σκορβούτο, όπως και ο ίδιος ο Μπέρινγκ. Έχοντας καταβληθεί από την ασθένεια, ο Μπέρινγκ, ανέθεσε την διακυβέρνηση του πλοίου στον επόμενο στην ιεραρχία, Σβεν Βάξελ. Πλησιάζοντας προς την Χερσόνησο Καμτσάτκα, ο Βαξελ, με το πλήρωμα να είναι εξαντλημένο και το πλοίο να έχει υποστεί σοβαρές ζημιές, εντοπίζοντας τις ακτές του μεγαλύτερου από τα Νησιά Κομαντόρσκι, κατέφυγε εκεί μέχρι να καλυτερεύσουν οι καιρικές συνθήκες, νομίζοντας πως είχε φτάσει σε κάποια από τις ακτές της Χερσονήσου Καμτσάτκα. Εκεί, στις 8 Δεκεμβρίου του 1741, ο Μπέρινγκ πέθανε καταβεβλημένος από την ασθένεια του. Προς τιμή του, στο νησί αυτό δόθηκε το όνομα του. Όταν τον Απρίλιο οι συνθήκες καλυτέρευσαν, οι επιζώντες του πληρώματος, έχοντας αντιληφθεί πως βρίσκονται σε νησί, κατασκεύασαν από τα απομεινάρια του πλοίου ένα νέο, και με αυτό, κατάφεραν τον Σεπτέμβριο του 1742, να επιστρέψουν στο Πετροπαβλόσκ.  
   
   Κατά την διάρκεια της περιπλάνησης του Μπέρινγκ, ο Αλεξέι Τσιρίκοβ, είχε φτάσει στις ακτές της Νοτιοανατολικής Αλάσκας, από όπου συνέχισε την εξερεύνηση πλέοντας προς βόρεια κατεύθυνση. Όταν έφτασε στο Νησί Μπεράνοφ, έστειλε μία από τις δύο βάρκες του πλοίου, για να βρει ένα ασφαλές αγκυροβόλιο. Έχοντας περάσει μία εβδομάδα, η βάρκα δεν επέστρεψε. Τότε αποφάσισε να στείλει και την δεύτερη βάρκα προς το νησί. Και αυτή η βάρκα όμως, δεν θα επιστρέψει ποτέ. Έτσι, χωρίς να έχει πια την δυνατότητα να αποβιβαστεί στην ακτή, έπλευσε δυτικά προς την Καμτσάτκα όπου και έφτασε στο λιμάνι του Πετροπαβλόσκ στις 12 Οκτωβρίου του 1741. Όταν επέστρεψε, του ανατέθηκε η αποστολή να ψάξει για το πλοίο του Μπέρινγκ. Κατά την αναζήτηση, ανακάλυψε και το δυτικότερο από τις Αλεούτιες Νήσους, Ατού. 


   Μετά το ταξίδι του Μπέρινγκ, οι Ρώσοι γουνέμποροι άρχισαν να δραστηριοποιούνται στις Αλεούτιες Νήσους και στις ακτές της ηπειρωτικής Αλάσκας. Το 1784 o Γκριγκόρι Ιβάνοβιτς Σέλιχοφ ίδρυσε τον πρώτο ευρωπαϊκό μόνιμο οικισμό της Αλάσκα, στον Κόλπο των Τριών Αγίων. Οι Ρώσοι, άρχισαν να εξαπλώνονται νοτιότερα φτάνοντας το 1812 μέχρι και τις ακτές της βόρειας Καλιφόρνια όπου οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί, αμφισβητήσαν τις αξιώσεις των Ρώσων περιορίζοντας έτσι την Αμερικανική Ρωσία στα όρια της σημερινής Αλάσκα. Το ενδιαφέρον των Ρώσων όμως για την περιοχή, άρχισε να μειώνεται σταδιακά μέχρι που το 1867, η πτωχευμένη από τον Κριμαϊκό Πόλεμο Ρωσία, πούλησε την Αλάσκα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής έναντι 7,2 εκατομμυρίων δολαρίων.  



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου